- διαμορφωτικός
- η , ό[ν] образующий, формирующий, создающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαμορφωτικός — ή, ό (Α διαμορφωτικός, ή, όν) 1. σχετικός με τη διαμόρφωση 2. ικανός να διαμορφώνει ή να διαπλάθει … Dictionary of Greek
διαμορφωτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει την ιδιότητα και την ικανότητα να διαμορφώνει, να διαπλάθει: Οι γονείς επιδρούν διαμορφωτικά στον παιδικό χαρακτήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαμορφωτικῆς — διαμορφωτικός formative fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατυπωτικός — διατυπωτικός, ή, όν (AM) 1. περιγραφικός, παραστατικός 2. αυτός που μπορεί να διαμορφώνει, διαμορφωτικός («διατυπωτικὸν φύσει καὶ αὐτὸν ὄντα τῆς ἐν τῇ ὕλῃ ἀμορφίας») μσν. ασαφὴς … Dictionary of Greek